- νεοδίδακτος
- -η, -ο (ΑΜ νεοδίδακτος, -ον)(για δράματα ή για ποιήματα) αυτός που παραστάθηκε στο θέατρο πρόσφατανεοελλ.αυτός που έχει διδαχθεί κάτι πρόσφατα ή αυτός που έχει αποκτήσει νέες γνώσεις ή νέες ικανότητες πρόσφατα.
Dictionary of Greek. 2013.